ἀστράτευτος — without service masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστράτευτος — η, ο (AM ἀστράτευτος, ον) [στρατεύω] 1. ο μη στρατευμένος, αυτός που δεν υπηρετεί στον στρατό 2. εκείνος που έχει εξαιρεθεί, που έχει απαλλαγεί από την υποχρέωση της θητείας 3. όποιος δεν έχει υπηρετήσει στον στρατό μσν. νεοελλ. άπειρος, αδέξιος… … Dictionary of Greek
ἀστρατεύτως — ἀστράτευτος without service adverbial ἀστράτευτος without service masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστράτευτον — ἀστράτευτος without service masc/fem acc sg ἀστράτευτος without service neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρατεύτοις — ἀστράτευτος without service masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρατεύτοισιν — ἀστράτευτος without service masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρατεύτου — ἀστράτευτος without service masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρατεύτους — ἀστράτευτος without service masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρατεύτων — ἀστράτευτος without service masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστρατεύτῳ — ἀστράτευτος without service masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)